Θεοτοκάς ΓεώργιοςΔιηγήματα
Ο άνθρωπος που έγραψε ένα βιβλίο(Человек, который написал книгу)
Μια μέρα (однажды: «одним днем») ο Φαβρίκιος έγραψε ένα βιβλίο (Фаврикий написал книгу; γράφω; το βιβλίο). Κι ο ίδιος δεν ήταν ικανός να εξηγήσει (/он/ и сам не был способен объяснить; εξηγώ) πως του συνέβηκε αυτή η ιστορία (как с ним произошла эта история; συμβαίνω). Έτσι, μια μέρα, στα καλά καθούμενα (так, однажды, ни с того, ни с сего: «на хорошо сидящих»; στα καλά καθούμενα — ни с того, ни с сего), έτυχε να μην έχει δουλειά (случилось, что /у него/ не было работы = что ему нечем было заняться; τυχαίνω) και να βαριέται μοναχός του (что /он/ скучал в одиночестве: «скучал одинокий»). Υποθέτω (/я/ предполагаю) πως έξω έβρεχε (что снаружи шел дождь; βρέχει — идет дождь) ή φυσούσε κανένας κρύος αέρας (или дул какой-нибудь холодный ветер = очень холодный ветер; φυσώ) και δεν μπορούσε ο Φαβρίκιος (не мог Фаврикий; μπορώ) να πάει να χαζέψει στα πεζοδρόμια (пойти поглазеть на улицу: «на тротуары»; χαζεύω; το πεζοδρόμιο = тротуар), κατά τη συνήθεια του (по привычке). Είχε, άλλωστε, και κάτι ακαθόριστες ιδέες (у него были, к тому же, какие-то неопределенные идеи: «/он/ имел, к тому же, какие-то неопределенные идеи»; έχω; η ιδέα; καθορίζω — определять), κάτι συγκεχυμένες εικόνες (какие-то смутные образы; η εικόνα), που στριφογυρίζανε από καιρό στο κεφάλι του (которые уже долго: «уже время» вертелись у него в голове; στριφογυρίζω; ο καιρός; το κεφάλι) και τον στενοχωρούσαν (и расстраивали его; στενοχωρώ). Κάθισε το λοιπόν στο γραφείο του (так что, сел /он/ за письменный стол; κάθομαι; το γραφείο — письменный стол; офис), γέμισε το στυλογράφο του (наполнил ручку; γεμίζω; ο στυλογράφος), πήρε χαρτί (достал бумагу: «взял бумагу»; παίρνω; το χαρτί) κ’ έγραψε ένα βιβλίο (и написал книгу).
Μια μέρα ο Φαβρίκιος έγραψε ένα βιβλίο. Κι ο ίδιος δεν ήταν ικανός να εξηγήσει πως του συνέβηκε αυτή η ιστορία. Έτσι, μια μέρα, στα καλά καθούμενα, έτυχε να μην έχει δουλειά και να βαριέται μοναχός του. Υποθέτω πως έξω έβρεχε ή φυσούσε κανένας κρύος αέρας και δεν μπορούσε ο Φαβρίκιος να πάει να χαζέψει στα πεζοδρόμια, κατά τη συνήθειά του. Είχε, άλλωστε, και κάτι ακαθόριστες ιδέες, κάτι συγκεχυμένες εικόνες, που στριφογυρίζανε από καιρό στο κεφάλι του και τον στενοχωρούσαν. Κάθισε το λοιπόν στο γραφείο του, γέμισε το στυλογράφο του, πήρε χαρτί κ’ έγραψε ένα βιβλίο.
Το χειρόγραφο, με το καλό, βρήκε το δρόμο του τυπογραφείου (рукопись благополучно оказалась в типографии: «нашла дорогу типографии»; με το καλό — по-хорошему; благополучно; βρίσκω; ο δρόμος; το τυπογραφείο). Ο Φαβρίκιος διόρθωσε τα δοκίμια με πολλή επιμέλεια (поправил корректуру с большим усердием; διορθώνω; το δοκίμιο — набросок; эссе; корректура) και, σα δέθηκε το βιβλίο (когда книга была переплетена; δένομαι), ρώτησε τι έπρεπε να το κάνει (спросил, что /ему/ с ней делать: «что следовало, чтобы /он/ с ней сделал»; ρωτώ; πρέπει; κάνω). Οι αρμόδιοι του είπανε (знающие люди сказали ему; ο αρμόδιος — ответственное, уполномоченноелицо; λέω) και το έστειλε στις εφημερίδες (/он/ разослал ее в газеты; στέλνω; η εφημερίδα), στα περιοδικά (в журналы; το περιοδικό) και στα βιβλιοπωλεία (в книжные магазины; το βιβλιοπωλείο), και τον συμβουλέψανε (/они/ посоветовали ему; συμβουλεύω) να μη σκοτίζεται πια γι’ αυτό (не беспокоиться больше об этом; σκοτίζομαι —омрачаться; беспокоиться; το σκοτάδι —тьма, мрак), επειδή τα βιβλία περπατούνε μόνα τους (потому что книги идут сами по себе; περπατώ) και ό, τι θέλουν κάνουν (и делают, что хотят; θέλω), δίχως να ακούνε τη γνώμη κανενός (не слушая ничьего мнения: «без того, чтобы слушать чье-либо мнение»; ακούω). Κι ο Φαβρίκιος γύρισε στις συνηθισμένες ασχολίες του (Фаврикий вернулся к своим привычным занятиям; γυρίζω; η ασχολία) και ήταν ήρεμος και αμέριμνος (был спокоен и беззаботен; μεριμνώ —заботиться, хлопотать) σαν ένα σπουργίτι (словно воробей).
Το χειρόγραφο, με το καλό, βρήκε το δρόμο του τυπογραφείου. Ο Φαβρίκιος διόρθωσε τα δοκίμια με πολλή επιμέλεια και, σα δέθηκε το βιβλίο, ρώτησε τι έπρεπε να το κάνει. Οι αρμόδιοι του είπανε και το έστειλε στις εφημερίδες, στα περιοδικά και στα βιβλιοπωλεία, και τον συμβουλέψανε να μη σκοτίζεται πια γι’ αυτό, επειδή τα βιβλία περπατούνε μόνα τους και ό, τι θέλουν κάνουν, δίχως να ακούνε τη γνώμη κανενός. Κι ο Φαβρίκιος γύρισε στις συνηθισμένες ασχολίες του και ήταν ήρεμος και αμέριμνος σαν ένα σπουργίτι.
Σε λίγο (вскоре: «через немного»), οι κριτικοί, αρχίσανε να μιλούνε (критики начали говорить; ο κριτικός; αρχίζω; μιλώ) για το βιβλίο του Φαβρίκιου (о книге Фаврикия). Μερικοί λέγανε (некоторые говорили) πως ήταν ένα βιβλίο πολύ νόστιμο (что книга была очень милой: «вкусной») και συμπαθητικό (симпатичной) και καθώς πρέπει (/и такой,/ какой следует), κι ο συγγραφέας (писатель), λέγανε, ήταν ένας νέος γεμάτος καλή θέληση (был юношей, полным/исполненным доброй воли) και τέτοιοι νέοι πρέπει να υποστηρίζονται (такие юноши должны поддерживаться = таких юношей нужно поддерживать; υποστηρίζομαι) για να προκόψει το έθνος (чтобы нация процветала; προκόβω). Άλλοι όμως φώναζαν (другие, однако, кричали; φωνάζω) πως ήταν ένα χαζό (что это была глупая), κουτό (простоватая), ηλίθιο (идиотская), κωμικό βιβλίο (комичная книга), μια αρλούμπα (чушь) για να σπαρταράς από τα γέλια (чтобы трястись от смеха; σπαρταρώ; το γέλιο). Κι άλλοι πως ήταν να κλαίς (а другие — чтобы плакать: «что /она/ была, чтобы плакать»; κλαίω) με τον παραλογισμό (от абсурдности; ο παραλογισμός) και την ανισορροπία του συγγραφέα (и неуравновешенности писателя; ο συγγραφέας). Κι άλλοι πάλι ζητούσανε να γίνουνε νόμοι (другие, опять же, требовали, чтобы были приняты законы: «возникли законы»; ζητώ; γίνομαι; ο νόμος) και να απαγορευτεί στους τυπογράφους (чтобы было запрещено печатникам; απαγορεύομαι; ο τυπογράφος) να τυπώνουνε τέτοια βιβλία (печатать такие книги; τυπώνω), επειδή αλλιώς θα χαλάσει ο κόσμος (потому что, в противном случае, наступит хаос: «испортится мир»; δεν χάλασε ο κόσμος — не важно, не стоит беспокоиться; χαλώ). Κι ο Φαβρίκιος δεν ήξερε (не знал; ξέρω) ποιόν να πιστέψει (кому верить; πιστεύω).
Σε λίγο, οι κριτικοί, αρχίσανε να μιλούνε για το βιβλίο του Φαβρίκιου. Μερικοί λέγανε πως ήταν ένα βιβλίο πολύ νόστιμο και συμπαθητικό και καθώς πρέπει, κι ο συγγραφέας, λέγανε, ήταν ένας νέος γεμάτος καλή θέληση και τέτοιοι νέοι πρέπει να υποστηρίζονται για να προκόψει το έθνος. Άλλοι όμως φώναζαν πως ήταν ένα χαζό, κουτό, ηλίθιο, κωμικό βιβλίο, μια αρλούμπα για να σπαρταράς από τα γέλια. Κι άλλοι πως ήταν να κλαίς με τον παραλογισμό και την ανισορροπία του συγγραφέα. Κι άλλοι πάλι ζητούσανε να γίνουνε νόμοι και να απαγορευτεί στους τυπογράφους να τυπώνουνε τέτοια βιβλία, επειδή αλλιώς θα χαλάσει ο κόσμος. Κι ο Φαβρίκιος δεν ήξερε ποιόν να πιστέψει.
Μερικοί πάλι εξηγούσανε στο κοινό (некоторые, опять же, объясняли публике; το κοινό) πως βγαίνουνε κάθε πρωί (что выходят каждое утро; βγαίνω), στην Αθήνα και στους άλλους τόπους (в Афинах и других местах; ο τόπος), εκατοντάδες βιβλία σαν το βιβλίο του Φαβρίκιου (сотни книг, подобных книге Фаврикия), μήτε καλύτερα μήτε χειρότερα (ни лучше, ни хуже), και λένε απάνω-κάτω τις ίδιες κοινοτοπίες (содержат примерно те же самые банальности: «говорят примерно те же самые банальности»; η κοινοτοπία). Και ρωτούσανε (и спрашивали) για ποιό λόγο τάχατες (по какой же причине; ο λόγος) ο Χριστιανός αυτός νόμισε (этот христианин = этот человек решил; νομίζω) πως έπρεπε να γράψει και του λόγου του ένα βιβλίο (что и ему следует написать книгу: «что следовало, чтобы и он написал книгу»; του λόγου μου /σου, του κλπ./ — просторечн. вместо личных местоим. я, ты, он и т. д.), αφού δεν είχε τίποτα να προσθέσει στη σοφία της ανθρωπότητας (поскольку = хотя ему нечего было добавить к мудрости человечества; προσθέτω; η ανθρωπότητα); Δηλαδή, πως του ήρθε αυτή η λόξα (то есть, как это ему взбрела /в голову/ такая причуда: «ему пришла такая причуда»; έρχομαι) στα καλά καθούμενα (ни с того, ни с сего); Και γιατί δεν πήγαινε καλύτερα να γίνει (и почему ему уж лучше было не стать: «почему он не шел лучше стать»; πηγαίνω) μπακάλης (бакалейщиком), μανάβης (зеленщиком) ή χασάπης (мясником), και να μας αφήνει ήσυχους (и оставить нас в покое: «оставить нас спокойными»; αφήνω); Κι ο Φαβρίκιος (но Фаврикий), μα το Θεό (Боже мой), δεν ήξερε καθόλου (совершенно не знал) για ποιο λόγο έγραψε το βιβλίο του (по какой причине он написал свою книгу).
Μερικοί πάλι εξηγούσανε στο κοινό πως βγαίνουνε κάθε πρωί, στην Αθήνα και στους άλλους τόπους, εκατοντάδες βιβλία σαν το βιβλίο του Φαβρίκιου, μήτε καλύτερα μήτε χειρότερα, και λένε απάνω-κάτω τις ίδιες κοινοτοπίες. Και ρωτούσανε για ποιό λόγο τάχατες ο Χριστιανός αυτός νόμισε πως έπρεπε να γράψει και του λόγου του ένα βιβλίο, αφού δεν είχε τίποτα να προσθέσει στη σοφία της ανθρωπότητας; Δηλαδή, πως του ήρθε αυτή η λόξα στα καλά καθούμενα; Και γιατί δεν πήγαινε καλύτερα να γίνει μπακάλης, μανάβης ή χασάπης, και να μας αφήνει ήσυχους; Κι ο Φαβρίκιος, μα το Θεό, δεν ήξερε καθόλου για ποιο λόγο έγραψε το βιβλίο του.
Μ’ αυτόν τον τρόπο (таким образом; ο τρόπος), γνώρισε από κοντά τα πράγματα του πνεύματος (он вблизи узнал интеллектуальную/духовную жизнь: «дела духа»; γνωρίζω; το πράγμα — вещь; предмет; мн.ч. дела; το πνεύμα) κ’ ήταν γεμάτος ανησυχίες (и был полон беспокойства;ήσυχος — спокойный; η ανησυχία — беспокойство, тревога).
Μ’ αυτόν τον τρόπο, γνώρισε από κοντά τα πράγματα του πνεύματος κ’ ήταν γεμάτος ανησυχίες.
Ένα βράδυ (однажды вечером: «одним вечером»), ο Φαβρίκιος βγήκε περίπατο (Фаврикий вышел на прогулку;